- χολοσκάω
- και χολοσκώ, Νβλ. χολοσκάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χολοσκάω — χολοσκάω, βλ. πίν. 206 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χολοσκάνω — και χολοσκάζω και χολοσκώ χολόσκασα, χολοσκασμένος 1. στενοχωρούμαι, δυσαρεστούμαι: Δε χολοσκάω, γιατί δεν ήρθε. 2. λυπώ, θλίβω, εξοργίζω: Το χολόσκασες το παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χολοσκώ — και χολοσκάω βλ. χολοσκάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)